ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
ιστορικός αόριστος (ο) preterite
ιστορικός αόριστος (ο) preterite
ιδιωτική γλώσσα (η) private language
ιδιωτική ομιλία (η) private speech
ιδιότητα property
ιδιοδεκτική ανατροφοδότηση (η) proprioceptive feedback
ιδιότητες (οι) quale-qualia
ιχνηλάτηση αναφοράς (η) reference tracking
ικανότητα αποστήθισης rote learning ability
ιερό λεξιλόγιο (το) sacred vocabulary