ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ισχυρός-ή-ό | powerful |
ισχυρός τύπος (ο) | strong form |
ισχυροποίηση (η) | strengthening |
ισχυρό χαρακτηριστικό | strong feature |
ισχυρό ρήμα (το) | strong verb |
Ισχυρισμός (ο), Βεβαίωση (η) | assertion |
ισχυρισμός (ο) | allegation |
ισχυρή τοπικότητα (η) | powerful locality |
ισχυρή μορφή | strong form |
ισχυρή λεξικαλιστική υπόθεση (η) | strong lexicalist hypothesis |