ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
ισχυρισμός (ο) allegation
Ισχυρισμός (ο), Βεβαίωση (η) assertion
ισχυρή θέση (η) powerful locality
ισχυρή τοπικότητα (η) powerful locality
ισχυρή επάρκεια strong adequacy
ισχυρή διασταύρωση/διασταυρωτική μετακίνηση (η) strong crossover
ισχυρή διασταυρωτική μετακίνηση strong cross-over movement
ισχυρή μορφή strong form
ισχυρή λεξικαλιστική υπόθεση (η) strong lexicalist hypothesis
ισχυρό ρήμα (το) strong verb