ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ισορροπία (η) | balance |
Ισορροπημένος–η-ο διπλόγλωσσος-η-ο /δίγλωσσος-η-ο | balanced bilingual |
Ισορροπημένος–η-ο διπλόγλωσσος-η-ο /δίγλωσσος-η-ο | balanced bilingual |
ισορροπημένο κόρπους (το) | balanced corpus |
ισορροπημένος | compound |
ισορροπημένοι διπλόγλωσσοι | compound bilinguals |
ισόπληθος (η) | isopleth |
ισόσημο (το) | isoseme |
Ισοσυλλαβικότητα (η) | isosyllabicity |
ισοσύλλαβη λέξη (η) | parisyllabic word |