ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
θέση του Τσερτς (η) | Church’s thesis |
θεσμική γλωσσολογία ή γλωσσολογία επαγγελμάτων (η) | institutional linguistics |
θέση της εμφυτότητας (η) | nativist position |
θετική άρμοση (η) | plus juncture |
θετική απόδειξη (η) | positive evidence |
θετικές ενδείξεις (οι) | positive evidence |
θετική επανενίσχυση (η) | positive reinforcement |
θέση χαρακτηριστή | specifier position |
θέση υποκειμένου | subject position |
θέση του Βάκερναγκελ (η) | wackernagel’s position |