ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
θυγατέρα | daughter |
θυγατρικός | daughter |
Θυγατρικός-ή-ό, θυγατέρα (η) | daughter |
θυγατρική γλώσσα | daughter language |
θύλακας (ο) | enclave |
Θραύσματα Ασαφών Δένδρων (τα) | Fuzzy Tree Fragments (FTFs) |
θραύσμα γραμματικής (το) | grammar fragment |
θύμα (το) | patient |
θρησκευτικό λεξιλόγιο (το) | religious vocabulary |
Θρακική (η) (γλώσσα) | Thracian |