ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| είδος λεξικού (το) | dictionary genre |
| εικόνα (η) | icon |
| είδος | sort |
| ειδολογικός-ή-ό | sortal |
| ειδολογική διασταύρωση (η) | sortal crossing |
| ειδολογικό κατηγόρημα (το) | sortal predicate |
| ειδολογικό καθολικό | sortal universal |
| ειδολογικότητα (η) | sortality |
| είδος | species |
| είδος (το) | type |