ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| εικονικός,-ή,-ό | iconic |
| εικονικός,-ή,-ό | iconic |
| εικονικά γραμματικά μορφήματα (τα) | iconic grammatical morphemes |
| εικονιστική μεταφορά (η) | iconic metaphor |
| εικονικότητα (η) | iconicity |
| εικόνα του λεξικού (η), εντύπωση για το λεξικό (η) | image of the dictionary |
| εικονικό περίγραμμα (το) | image schema / image-schema |
| εικονικά σχήματα (τα) | image schemata |
| εικονόγραμμα (το) | pictogram |
| εικονόγραπτο λεξικό (το) | pictorial dictionary |