ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| ειδητική αίσθηση (η) | eidetic sense |
| ειδική γλώσσα (η) | jargon |
| ειδική προστακτική (η), διατακτική (η) | jussive |
| ειδική γλώσσα (η) | language for special purposes |
| εισαγόμενο από τον ομιλητή (το) | self-initiated |
| ειδική γλώσσα | special language |
| ειδική θεωρία της ορολογίας (η) | special theory of terminology |
| είδια έννοια | specific concept |
| είδια γλωσσικά μέσα έκφρασης | specific linguistic means |
| ειδική πρόταση (η) | that-clause |