ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ερώτηση διαζευκτικής/διχοτομικής/εναλλακτικής απάντησης (η), ερώτηση σωστό-λάθος (η) | true-false item |
ετοιμοπαράδοτο σύστημα | trunkey system |
ετοιμοπαράδοτο σύστημα | turnkey system |
είδος (το) | type |
ενδείξεις τυπικότητας (οι) | typicality effects |
ΕΣ (έσχατο συστατικό) (το) | UC |
έσχατο συστατικό(το) | ultimate constituent |
έσχατο/τελικό πεδίο κατηγόρησης (το) | ultimate scope of predication |
εργαστικό ρήμα | unaccusative verb |
ενοποίηση (η) | unification |