ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Αμχαρική (γλώσσα) (η) | Amharic |
αμνησία (η) | amnesia |
εμπορικό «και» (το) | ampersand |
αμφίβιο ρήμα (το) | amphibious verb |
ενισχυτής (ο) | amplifier |
εύρος (το) | amplitude |
Ανακόλουθον (το) | anacoluthon |
ανακόλουθο σχήμα (το) | anacoluthon |
ανακόλουθον (το) | anacoluthon |
αναγωγική σημασία (η) | anagogical meaning |