ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αλφαριθμικός χαρακτήρας (ο) alphanumerical character
Άλσεα (γλώσσα) (η) Alsea
νόσος του Αλτσχάιμερ (η) Alsheimer’s disease
αλταϊκός,-ή,-ό Altaic
αλταϊκή υπόθεση (η) Altaic hypothesis
διαφοροποιημένη αναπαραγωγή (η) altered replication
εναλλακτής (ο) alternant
Εναλλακτική (η) alternant
αναπληρωματικός-ή-ό εναλλασσόμενος-η-ο, αναπληρών-ούσα-όν alternate / alternating / alternant
αξιοπιστία εναλλακτικών τύπων/μορφών δοκιμασίας (η) alternate form reliability