Αγγλικός Όρος
alternate / alternating / alternant
Πηγή
Crystal (2008)
Προτεινόμενος Ελληνικός Όρος
Όρος
αναπληρωματικός-ή-ό εναλλασσόμενος-η-ο, αναπληρών-ούσα-όν

feedback