ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κινησιακός,-ή,-ό | allative (all, ALL) |
allative (all, ALL) | |
ισχυρισμός (ο) | allegation |
αλληγορία (η) | allegory |
Ζωηρός-ή-ό | allegro |
παρήχηση (η) | alliteration |
αλλο- | allo- |
Άλλο- | allo- |
διανομή (η) | allocation |
ολικός ποσοδείκτης (ο) | all-quantifier |