ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
προωθημένη ρίζα γλώσσας | advanced tongue root (ATR) |
προβιβασμός (ο) | advancement |
επίρρημα (το), επιρρηματικός,-ή,-ό | adverb (A, adv, ADV) |
Επιρρηματική πρόταση (η) | adverb clause |
επιρρηματική φράση (η) | adverb phrase |
μετακίνηση επιρρήματος στην αρχή της πρότασης (η) | adverb preposing |
επιρρηματικός,-ή,-ό | adverbial |
επιρρηματικό (το) | adverbial |
Επιρρηματικό (το), Επιρρηματικός-ή-ό | adverbial |
επιρρηματική πρόταση (η) | adverbial clause |