- Αγγλικός Όρος
- adverb (A, adv, ADV)
- Κλάδος Γλωσσολογίας
- ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
- Πηγές
- Trask (1993)
- Crystal
- Fromkin (2011)
- Hartmann & James (2002)
- Routledge Dictionary of Language and Linguistics (1996)
- ΕΚΠΑ
- Προτεινόμενος Ελληνικός Όρος
- Όρος
- επίρρημα (το), επιρρηματικός,-ή,-ό
- Πηγές
- Crystal (2003)
- Lyons (2002)
- ΕΚΠΑ
- ΛΚΝ
- Μπαμπινιώτης
- Ξυδόπουλος (2007)