ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αιτιακή θεωρία (η) | accusative theory |
αιτιατικό ρήμα (το) | accusative verb |
αιτιατικότητα (η) | accusativity |
αιτιακότητα (η) | accusativity |
αιτιατικοποίηση (η) | accusativization |
αιτιατική (η) | accusativus |
Άτσι (γλώσσα) (η) | Achi |
επιτέλεση (η), επίτευγμα/επίτευξη (η) | achievement |
εξέταση επιτέλεσης (η) | achievement test |
επιτελέσεις (οι) | achievements |