ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Τσάγκα (η) | Chaga |
Αλυσίδα (η) Άλυση (η) | chain |
ΑΛΥΣΙΔΑ/ΑΛΥΣΗ | CHAIN |
αλυσιδωτός,-ή,-ό | chain |
αλυσίδα (η) | chain |
Συνθήκη/Περιορισμός αλυσίδας (η/ο), αρχή σχηματισμού της αλυσίδας (η) | chain condition/ formation principle |
αλυσιδωτή μετατόπιση (η) | chain shift |
αλυσίδωση (η) | chaining |
ιεραρχία αλυσίδας του είναι/του όντος (η) | chain-of-being hierarchy |
τυχαία ομοιότητα (η) | chance similarity |