ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Τσάγκα (η) Chaga
Αλυσίδα (η) Άλυση (η) chain
ΑΛΥΣΙΔΑ/ΑΛΥΣΗ CHAIN
αλυσιδωτός,-ή,-ό chain
αλυσίδα (η) chain
Συνθήκη/Περιορισμός αλυσίδας (η/ο), αρχή σχηματισμού της αλυσίδας (η) chain condition/ formation principle
αλυσιδωτή μετατόπιση (η) chain shift
αλυσίδωση (η) chaining
ιεραρχία αλυσίδας του είναι/του όντος (η) chain-of-being hierarchy
τυχαία ομοιότητα (η) chance similarity