ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
τυχαία λεξικά κενά (τα) accidental lexical gaps
συμπληρωματικότητα σημασίας (η) accidents
προσαρμόζω accommodate
προσαρμογή (η) accommodation
θεωρία της κοινωνιογλωσσικής προσαρμογής (η) accommodation theory
προσαρμόζω accomodate
προσαρμογή (η) accomodation
εκπλήρωση (η), κατόρθωμα (το) accomplishment
εκπληρώσεις (οι), κατορθώματα (τα) accomplishments
ζώνη συσσώρευσης (η) accretion zone