ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μόρμυρος,-η,-ο | breathy |
μόρμυρος-η-ο | breathy / murmur |
ψιθυριστή φωνή (η) | breathy voice |
μόρμυρη φώνηση (η) | breathy voice |
ανατροφείς (οι) | breeding |
βρετανικά (τα) | Breton |
Βρετονική (η) | Breton |
Γέφυρα (η) | bridge |
λεξικό-γέφυρα (το) | bridge dictionary |
ρήμα-γέφυρα (το) | bridge verb |