ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αποχρωματισμός (ο) | bleaching |
ξεθώριασμα (το) | bleaching |
απαγορεύω | bleed |
απαγόρευση (η) | bleeding |
διάταξη απαγόρευσης (η) | bleeding order |
κανόνας απαγόρευσης (ο) | bleeding rule |
αμάλγαμα (το) | blend |
συμφυρμός (ο) | blend |
μείξη (η) | blend |
μείγμα (το) | blend |