ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Όψη (η), Άποψη (η), Ποιόν ενεργείας (το), τρόπος (ο) aspect (asp)
όψη (ρηματική) ασυντέλεστη (η) aspect imperfective
όψη (ρηματική) συντελεσμένη (η) aspect perfective
πρότυπο των απόψεων (το) aspects model
θεωρία των απόψεων (η) aspects theory
οπτικός-ή-ό aspectual
του ποιού ενεργείας aspectual
της όψης aspectual
οπτικό ρήμα είμαι (το) aspectual be
οπτικό ρήμα (το) aspectual verb