- Αγγλικός Όρος
- aspect (asp)
- Κλάδος Γλωσσολογίας
- ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
- Πηγές
- Cruse (2006)
- Trask (1993)
- Aitchison (2000)
- Crystal
- Routledge Dictionary of Language and Linguistics (1996)
- Προτεινόμενος Ελληνικός Όρος
- Όρος
- Όψη (η), Άποψη (η), Ποιόν ενεργείας (το), τρόπος (ο)
- Πηγή
- Crystal (2003)