ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εγκλιτικά enclitics
κωδικοποιώ encode
κωδικοποιητής encoder
κωδικοποίηση encoding
λεξικό κωδικοποίησης (το), ενεργητικό λεξικό (το) encoding dictionary
κωδικοποιητικός ιδιωματισμός (ο) encoding idiom
περιέχων-ουσα-ον, περικλείων-ουσα-ον encompassing
εγκυκλοπαίδεια encyclopaedia
εγκυκλοπαιδικό λεξικό encyclopaedic dictionary
εγκυκλοπαιδική γνώση encyclopaedic knowledge