ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εγκλιτικά | enclitics |
κωδικοποιώ | encode |
κωδικοποιητής | encoder |
κωδικοποίηση | encoding |
λεξικό κωδικοποίησης (το), ενεργητικό λεξικό (το) | encoding dictionary |
κωδικοποιητικός ιδιωματισμός (ο) | encoding idiom |
περιέχων-ουσα-ον, περικλείων-ουσα-ον | encompassing |
εγκυκλοπαίδεια | encyclopaedia |
εγκυκλοπαιδικό λεξικό | encyclopaedic dictionary |
εγκυκλοπαιδική γνώση | encyclopaedic knowledge |