ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Π. D.
Α. D.
Δανέζικα DA
Δακορουμανική (η) (γλώσσα) Daco-Rumanian
κατ (καθυστερημένη αντιληπτική ανατροφοδότηση) daf
Νταγκεστανική (η) (γλώσσα) Dagestanian
Νόμος του Νταλ (ο) Dahl’s Law
Ταλαντευόμενη μετοχή (η) dandling participle
βαθεία δομή D-structure
Β(αθεία)-δομή (η) D-structure