ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Π. | D. |
Α. | D. |
Δανέζικα | DA |
Δακορουμανική (η) (γλώσσα) | Daco-Rumanian |
κατ (καθυστερημένη αντιληπτική ανατροφοδότηση) | daf |
Νταγκεστανική (η) (γλώσσα) | Dagestanian |
Νόμος του Νταλ (ο) | Dahl’s Law |
Ταλαντευόμενη μετοχή (η) | dandling participle |
βαθεία δομή | D-structure |
Β(αθεία)-δομή (η) | D-structure |