ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Κρεολοειδής-ής-ές creoloid
κορυφή (η) crest
εγκληματική πράξη (η) criminality
κριτήρια criteria (sing. criterion)
μέτρηση κριτηρίου (η) criterion measure
κριτήριο υποδιαίρεσης criterion of subdivision
αξιολόγηση βάσει κριτηρίων (η) criterion referenced test
εγκυρότητα στη βάση κριτηρίων (η) criterion-related validity
υπόθεση της κρίσιμης ηλικίας critical age hypothesis
κρίσιμες ζώνες critical bands