ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Κρεολοειδής-ής-ές | creoloid |
κορυφή (η) | crest |
εγκληματική πράξη (η) | criminality |
κριτήρια | criteria (sing. criterion) |
μέτρηση κριτηρίου (η) | criterion measure |
κριτήριο υποδιαίρεσης | criterion of subdivision |
αξιολόγηση βάσει κριτηρίων (η) | criterion referenced test |
εγκυρότητα στη βάση κριτηρίων (η) | criterion-related validity |
υπόθεση της κρίσιμης ηλικίας | critical age hypothesis |
κρίσιμες ζώνες | critical bands |