ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
σεξουαλικό λεξιλόγιο (το) sexual vocabulary
ΥΣΧ SFH
Σάνγκο (η) (γλώσσα) SG
ΚΓΓΣ SGML
Εφαρμογή Ανάκτησης με Επίγνωση ΚΓΓΣ (η) SGML-Aware Retrieval Application (SARA)
Σερβο-Κροάτικα SH
σκιώδης αντωνυμία (η) shadow pronoun
δοκιμασία στενής παρακολούθησης shadowing task
αβαθής,-ής,-ές shallow
προεπιφανειακός,-ή,-ό shallow