ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
στρογγυλοποίηση rounding
Στρογγύλωση (η) rounding
στρογγυλό φωνήεν rounding vowel
ρουτίνα (η), πραγματολογικά δεσμευμένη έκφραση (η) routine
Τυπικός-ή-ό2, συνηθισμένος-η-ο, Ρουτίνα (η) routine
δρομολόγηση (η) routing
πνευματικά/συγγραφικά δικαιώματα (τα) royalty
ΠΠ(Παραδεδομένη Προφορά),ΔΠ,ΚΠ RP
ΓΡΑ (Γραμματική Ρόλου και Αναφοράς) (η) rrg
ΕΓΔΜ RTN