ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
τετελεσμένος,-η,-ο | perfective |
συνοπτικός,-ή,-ό | perfective |
συντελεσμένος,-η,-ο | perfective |
Συνοπτικός-ή-ό | perfective |
συνοπτικός χρόνος (ο) | perfective tense |
συνοπτικός,-ή,-ό έναντι μη συνοπτικού,-ής | perfective vs imperfective |
γλωσσική επιτέλεση (η) | performance |
εξάσκηση παραγωγής φθόγγων (η) | performance |
γλωσσική πλήρωση (η) | performance |
γλωσσική πλήρωση (η), γλωσσική επιτέλεση (η), εξάσκηση παραγωγής φθόγγων (η) | performance |