ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
τετελεσμένος,-η,-ο perfective
συνοπτικός,-ή,-ό perfective
συντελεσμένος,-η,-ο perfective
Συνοπτικός-ή-ό perfective
συνοπτικός χρόνος (ο) perfective tense
συνοπτικός,-ή,-ό έναντι μη συνοπτικού,-ής perfective vs imperfective
γλωσσική επιτέλεση (η) performance
εξάσκηση παραγωγής φθόγγων (η) performance
γλωσσική πλήρωση (η) performance
γλωσσική πλήρωση (η), γλωσσική επιτέλεση (η), εξάσκηση παραγωγής φθόγγων (η) performance