- Αγγλικός Όρος
- perfective
- Κλάδος Γλωσσολογίας
- ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΑ
- Πηγές
- Trask (1993)
- Crystal
- Routledge Dictionary of Language and Linguistics (1996)
- Προτεινόμενοι Ελληνικοί Όροι
- Όρος
- τετελεσμένος,-η,-ο
- Πηγή
- Lyons (2002)
- Όρος
- συνοπτικός,-ή,-ό
- Πηγές
- Crystal (2003)
- ΛΚΝ
- Όρος
- συντελεσμένος,-η,-ο