ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εφοδιαστικό (ρήμα) (το) | ornative |
Ορόμο (η) (γλώσσα) | Oromo |
Ορφανός κόμβος (ο) | Orphan node |
ορθο- | ortho- |
Ορθοέπεια (η) | orthoepy |
Ορθοέπεια (η) | Orthoepy |
ορθογραφικό λεξικό (το) | orthographic dictionary |
ορθογραφική πληροφορία (η) | orthographic information |
ορθογραφική λέξη (η) | orthographic word |
ορθογραφία (η) | orthography |