ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

424 results
Greek Term English Term
υποχρεωτική (έγκλιση) (η) debitive
υποχωρώ fallback
υποχρεωτικός,-ή,-ό obligation
υποχρεωτικός,-ή,-ό obligative
υποχρεωτικός,-ή,-ό obligatory
υποχωρητικός σχηματισμός (ο) obligatory formation
υποχρεωτικοί κανόνες (οι) obligatory rules
υποχρεωτικός μετασχηματισμός (ο) obligatory transformation
υποχωρητική αφομοίωση regressive assimilation
υποχωρητικός προσδιορισμός regressive conditioning