ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

424 results
Greek Term English Term
υποτιμητικός-ή-ό derogatory
Υπόταξη (η), σύνδεση καθ’ υπόταξη (η) Hypotaxis/ subordination
υποτίμηση (η) pejoration
υποτιμητικός,-ή,-ό pejorative
υποτασσόμενη έννοια subordinate concept
υποτασσόμενη στάθμη (η), υποτασσόμενο επίπεδο (το) subordinate level
υποτασσόμενος όρος (ο) subordinate term
υπόταξης (της) subordinating
υποτεμάχιο (το) subsegment
υποτεμαχιακό subsegmental