ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
σχηματοποίηση-μορφοποίηση θορύβου (η) noise shaping
σχηματοποίηση φθόγγων sound patterning
σχηματοποίηση (η) schematisation
σχηματιστικό στοιχείο (το) formative
σχηματισμός πληθυντικού (ο) plural formation
σχηματισμός ορολογίων (ο) formation of terminologies
σχηματισμός νέας διαλέκτου (ο) new-dialect formation
σχηματισμός λεξιπλασίας (ο) nonce formation
σχηματισμός λέξης (ο) word formation
Σχηματισμός λέξης (ο) word-formation