ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Οργανισμός του Ξένιου Υπολογιστή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ο) | ECHO |
οργάνωση (η) | engineering |
όργανο (το) | instrument |
οργανικός,-ή,-ό | instrumental (inst, INST) |
οργανικό ουσιαστικό (το) | instrumental noun |
οργανικός όρος (ο) | instrumental term |
οργανικός,-ή,-ό | instrumentative |
οργανικό ρήμα (το) | instrumentative verb |
όργανο του Corti (η) | organ of Corti |
οργανικό μοντέλο της γλώσσας (το) | organon model of language |