ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
Οργανισμός του Ξένιου Υπολογιστή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ο) ECHO
οργάνωση (η) engineering
όργανο (το) instrument
οργανικός,-ή,-ό instrumental (inst, INST)
οργανικό ουσιαστικό (το) instrumental noun
οργανικός όρος (ο) instrumental term
οργανικός,-ή,-ό instrumentative
οργανικό ρήμα (το) instrumentative verb
όργανο του Corti (η) organ of Corti
οργανικό μοντέλο της γλώσσας (το) organon model of language