ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
όψη (ρηματική) (η) | aspect |
Όψη (η), Άποψη (η), Ποιόν ενεργείας (το), τρόπος (ο) | aspect (asp) |
όψη (ρηματική) ασυντέλεστη (η) | aspect imperfective |
όψη (ρηματική) συντελεσμένη (η) | aspect perfective |
οπτικός-ή-ό | aspectual |
οπτικό ρήμα είμαι (το) | aspectual be |
οπτικό ρήμα (το) | aspectual verb |
οπτικοποιητής (ο) | aspectualizer |
οπτικοακουστική βοήθεια (η) | audio-visual aid |
Οπτικοακουστική ένταξη (η) | audio-visual integration |