ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
οξύς-εία-ύ | acute |
οξύς ήχος (ο) | creak |
Οξύς ήχος (ο), Τρίξιμο (το) | creak |
Οξύηχος-η-ο, Τριζάτος-η-ο | creaky |
οξύηχος,-η,-ο | creaky |
Οπή στο σχήμα (η) | Hole in the pattern |
οξύμωρο (το) | oxymoron |
οξύτονος,-η,-ο | oxytone |
οξύς-εία-ύ | sharp |
οξύς-εία-ύ, μετριασμένος-η-ο | sharp |