ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
όνομα που δηλώνει αποτέλεσμα ενέργειας (το) nomen acti
όνομα που δηλώνει ενέργεια (το) nomen actionis
όνομα που δηλώνει δράστη (το) nomen agentis
όνομα κοινό (το) noun common
όνομα κύριο (το) noun main
όνομα-κεφαλή (το) noun-head
ονομασιοκεντρική ή ονομαστική προσέγγιση (η) onomasiological approach
όνομα/ουσιαστικό μόνο με πληθυντικό (το), πληθυντικό όνομα/ουσιαστικό (το) plural-only noun
όνομα κύριο (το) proper name
Όνομα μονάδας (το) unit noun