ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ομιλητής περιορισμένων Αγγλικών (ο) | limited English speaker |
ομιλία (η) | parole |
ομαλός-ή-ό | regular |
Ομαλός-ή-ό, κανονικός-ή-ό | regular |
ομαλότητα (η) | regularity |
ομαλότητα της φθογγικής μεταβολής (η) | regularity of sound change |
ομιλητής | speaker |
ομιλία (η) | speech |
Ομιλία (η), γλωσσικός-ή-ό | speech |
ομιλία (η) | spoken language |