ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ο (όρισμα) | Α (argument) |
ολική μέθοδος (η) | word method |
οικογένεια λέξεων (η) | word family |
όριο της λέξης | word boundary |
όρος (ο) | word |
Ουολόφ (η) (γλώσσα) | Wolof |
Ουόλοφ (η) (γλώσσα) | WO |
Ουιγιότ (η) (γλώσσα) | Wiyot |
Ουινουτιανή (η) (γλώσσα) | Winutian |
Ουίντου (η) (γλώσσα) | Wintuan |