ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
όψη (ρηματική) συντελεσμένη (η) | aspect perfective |
όψη (ρηματική) ασυντέλεστη (η) | aspect imperfective |
όψη (ρηματική) (η) | aspect |
Όψη (η), Άποψη (η), Ποιόν ενεργείας (το), τρόπος (ο) | aspect (asp) |
όχημα | vehicle |
ΟΦ-wh (η) | wh-NP |
ΟΦ-wh | wh-NP |
ΟΦ (ονοματική φράση) (η) | NP (noun phrase) |
Ουτο-Αζτέκικη (η) (γλώσσα) | Uto-Aztecan |
ουσιώδης συνθήκη | essential condition |