ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κύριο συστατικό (το) | (major) constituent |
ΚΑΑ (Καθομιλουμένη Αφροαμερικανική Αγγλική) (η) | AAVE (African American Vernacular English) |
κακομεταχείριση (η) | abuse |
κακομεταχειρίζομαι | abuse |
κριτήριο/τεστ αποδεκτότητας (το) | acceptability test |
κριτήρια αποδεκτότητας (τα) | acceptability tests |
Κατακτώ, αποκτώ | acquire |
Κατάκτηση (η), απόκτηση (η) | acquisition |
κατάκτηση-εκμάθηση (η) | acquisition-learning |
καθορισμένο στοιχείο (το) | actant |