ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ιδιολεκτικός-ή-ό | ideolectal |
ιδιόλεκτο (το) | idiolect |
ιδιόλεκτος (η) | idiolect |
ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά (τα) | indiosyncratic (features) |
ιδιοσυγκρασιακό χαρακτηριστικό (το) | idiosyncratic feature |
ιδιότητα | feature |
ιδιότητα | feature |
ιδιότητα | property |
ιδιότητα (η) | attribute |
Ιδιότητα (η) | attribute |