ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ισορροπημένος–η-ο διπλόγλωσσος-η-ο /δίγλωσσος-η-ο | balanced bilingual |
ισορροπημένο κόρπους (το) | balanced corpus |
ισοδυναμία (η) | biconditional |
ιεραρχία αλυσίδας του είναι/του όντος (η) | chain-of-being hierarchy |
ιεραρχία κατά Τσόμσκυ (η) | Chomsky hierarchy |
Ιεραρχία κατά Τσόμσκι (Chomsky) (η) | Chomsky hierarchy |
ισορροπημένος | compound |
ισορροπημένοι διπλόγλωσσοι | compound bilinguals |
ιδιότητα σταθερής αύξησης (η) | constant growth property |
ιεραρχία περιορισμών (η) | constraint hierarchy |