ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
ικανότητα (η) ability
ικανοποίηση περιορισμού (η) constraint satisfaction
ιερογλυφική (λουβική) (η) (γραφή) Hieroglyphic (Luvian)
ιερογλυφικά (τα) Hieroglyphics
ιερογλυφικά (τα) Hieroglyphs
ιθαγενοποίηση (η) indigenization
ιθαγενής γλώσσα (η) indigenous language
ικανότητα ερμηνείας της πρόθεσης (η) intention-reading ability
ικανότητα αποστήθισης rote learning ability
ικανότητα για κλιμάκωση scalability