ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ικανότητα (η) | ability |
ικανοποίηση περιορισμού (η) | constraint satisfaction |
ιερογλυφική (λουβική) (η) (γραφή) | Hieroglyphic (Luvian) |
ιερογλυφικά (τα) | Hieroglyphics |
ιερογλυφικά (τα) | Hieroglyphs |
ιθαγενοποίηση (η) | indigenization |
ιθαγενής γλώσσα (η) | indigenous language |
ικανότητα ερμηνείας της πρόθεσης (η) | intention-reading ability |
ικανότητα αποστήθισης | rote learning ability |
ικανότητα για κλιμάκωση | scalability |