ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ιεραρχικός,-ή,-ό | hierarchical |
ιεραρχική ταξινόμηση (η) | hierarchical classification |
ιεραρχικό σύστημα εννοιών (το) | hierarchical concept system |
ιεραρχική σχέση (η) | hierarchical relation |
ιεραρχική δομή (η) | hierarchical structure |
ιεραρχίες (λεξικές) (οι) | hierarchies (lexical) |
ιεραρχία της περιπλοκότητας των πεδίων (η) | hierarchy of domain complexity |
Ιερατικός-ή-ό | Hieratic |
Ιερατικός-ή-ό | hieratic |
ιερό λεξιλόγιο (το) | sacred vocabulary |