ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
ιεραρχικός,-ή,-ό hierarchical
ιεραρχική ταξινόμηση (η) hierarchical classification
ιεραρχικό σύστημα εννοιών (το) hierarchical concept system
ιεραρχική σχέση (η) hierarchical relation
ιεραρχική δομή (η) hierarchical structure
ιεραρχίες (λεξικές) (οι) hierarchies (lexical)
ιεραρχία της περιπλοκότητας των πεδίων (η) hierarchy of domain complexity
Ιερατικός-ή-ό Hieratic
Ιερατικός-ή-ό hieratic
ιερό λεξιλόγιο (το) sacred vocabulary