ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία (η) | historical and comparative linguistics |
ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία (η) | historical linguistics |
ιστοριόλεκτος (η) | historiolect |
Ιστρορουμανική (η) (γλώσσα) | Istro-Rumanian |
ιστοριογραφία της γλώσσας (η) | linguistic historiography |
ισχυρές συνθήκες επάρκειας (οι) | strong conditions of adequacy |
ισχυρή γενετική δυναμικότητα (η) | strong generative capacity |
ισχυρή γενετική δυναμικότητα (η) | strong generative capacity |
ισχυρά επαρκής | strongly adequate |
ιστότοπος (ο), ιστοσελιδα (η) | website |