ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
θελκτικός,-ή,-ό | charmed |
θέμα απόφασης | decidability |
θέμα (το) | issue |
θέμα (το) | stem |
θέμα (το) | subject (S, sub, SUB, Subj, SUBL) |
θεματικά λεξικά | thematic dictionaries |
θεματικές συναρτήσεις | thematic functions |
θεματικές σχέσεις | thematic relations |
θέμα (το) | theme |
θέμα (δομικό) (το), θέμα (το), συντακτικό θέμα (το) | topic |