ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ενδιάμεσο Σώμα Αμερικανικής Κληρονομιάς (ΑΗΙ) (το) | American Heritage Intermediate (AHI) Corpus |
εμπορικό «και» (το) | ampersand |
ενισχυτής (ο) | amplifier |
εύρος (το) | amplitude |
εμψυχότητα (η) | animacy |
έμψυχος,-η,-ο | animate |
έμψυχο ουσιαστικό (το) | animate noun |
έμψυχο όνομα (το) | animate noun |
εμψυχότητα (η) | animateness |
επισημειωμένος (ο), σχολιασμένος (ο) | annotated |