ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
ενότητα (η) unit
ενωσιακό σύνολο (το) union set
ενωσιακός κατάλογος (ο) union list
ένωση union
ενοποιώ unify
Ενιαίος Εντοπιστής Πόρων (ο) Uniform Resource Locator
ενοποιημένα χαρακτηριστικά unified features
ενοποίηση (η) unification
εργαστικό ρήμα unaccusative verb
έσχατο/τελικό πεδίο κατηγόρησης (το) ultimate scope of predication